καλαμώμενος

καλαμώμενος
καλαμόω
bind
pres part mp masc nom sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καλαμώνω — καλάμωσα, καλαμώθηκα, καλαμωμένος, στρώνω ή περιζώνω με καλάμια: Καλάμωσα τη σκεπή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”